κοιλέντερο

κοιλέντερο
το (Μ κοιλέντερον)
νεοελλ.
ζωολ. η μοναδική κοιλότητα που υπάρχει μέσα στο σώμα τών κνιδοζώων και στην οποία αυτά οφείλουν και την άλλη ονομασία τους, δηλ. κοιλεντερόζωα ή κοιλεντερωτά
μσν.
έντερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + έντερον. Ως νεοελλ. επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coelenteron < coel- (πρβλ. κοῖλος) + -enteron (πρβλ. ἔντερον) και μαρτυρείται από το 1884 στον Ποθητό Ψαρά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κνιδόζωα — Φύλο υδρόβιων μεταζώων, σχεδόν αποκλειστικών θαλάσσιων, με ακτινωτή συμμετρία, τα οποία είτε ζουν μόνα τους είτε είναι οργανωμένα σε αποικίες, στην επιφάνεια της θάλασσας ή προσκολλημένα στο έδαφος. Από εξελικτική άποψη, τα κ. βρίσκονται σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”